- καταστοιχειούμαι
- καταστοιχειοῡμαι, -όομαι (Α)ανάγομαι στα στοιχεία μου, είμαι στοιχειώδης («τύπος κατεστοιχειωμένος» — στοιχειώδες διάγραμμα, σχέδιο που έχει αναχθεί στα στοιχεία του, Επίκ. στον Διογ. Λαέρτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταστοιχειοῦμαι — καταστοιχειόομαι to be reduced to its elements pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)